κεντρίς

κεντρίς
κεντρίς, ἡ (Α) [κέντρον]
δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεντριδώνω — [κεντρίς] κεντρίζω*, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κεντρίδα — κεντρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίδας — κεντρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοκεντρίς — ἡλιοκεντρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεντρίς, ίδος, «ερπετό»] …   Dictionary of Greek

  • κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”